περιγενητικός

περιγενητικός
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει την δύναμη να επιβάλλεται και να νικά, υπέρτερος («εἱμαρμένη περιγενητικὴ ἁπάντων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιγεν- τού περιγίγνομαι (πρβλ. περιεγενόμην) + κατάλ. -ητικός (πρβλ. βοηθ-ητικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιγενητικήν — περιγενητικός superior to fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”